- ἡμερομαντεία
- ἡμερο-μαντεία, ἡ,A divination by day, PMag.Lond.121.155.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημερομαντεία — ἡμερομαντεία, ἡ (Α) το να μαντεύει κάποιος από την κατάσταση τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + μαντεία (< μαντεύομαι)] … Dictionary of Greek
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek